τιθασός

τιθασός
-όν, Α
1. (ιδίως για άγρια ζώα) εξημερωμένος και κατοικίδιος
2. (για φυτά) αυτός που με την κηπουρική τέχνη έγινε ήμερος και κηπαίος
3. (για πρόσ.) ευάγωγος, ευπειθής
4. μτφ. εγχώριος, ντόπιος («ὅταν Ἄρης τιθασὸς ὤν φίλον ἕλῃ», Αισχύλ.).
επίρρ...
τιθασῶς Α
1. με ήμερο, με πράο τρόπο
2. φρ. «τιθασῶς ἔχω πρὸς τινα» — φέρομαι με ήμερο, με πράο τρόπο σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. τι-θα-σός, σχηματισμένο με εκφραστικό διπλασιασμό τι- (πρβλ. τι-θήνη) και επίθημα -σός, που απαντά σε λ. τής καθημερινής γλώσσας (πρβλ. βλαι-σός, ῥυ-σός), συνδέεται πιθ. με το θ. θη- τού θῆσθαι με σημ. «θηλάζειν» (βλ. λ. θήσαι και τιθήνη). Το επίθ. τιθασός, ωστόσο, δεν έχει τη σημ. τού μικρού ζώου που θηλάζει αλλά τη σημ. κάθε ζώου που είναι εξημερωμένο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τρέφεται από το χέρι τού ανθρώπου. Σ' αυτό διαφέρει άλλωστε και η σημ. τού επιθ. τιθασός από τη σημ. τού συνωνύμου του ἥμερος, που είναι γενικότερη (βλ. λ. ήμερος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τιθασός — tamed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθασωτέρων — τιθασός tamed fem gen comp pl τιθασός tamed masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθασόν — τιθασός tamed masc/fem acc sg τιθασός tamed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθασώτατον — τιθασός tamed masc acc superl sg τιθασός tamed neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθασοῖο — τιθασός tamed masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθασοῖς — τιθασός tamed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθασοῖσιν — τιθασός tamed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθασοί — τιθασός tamed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθασοῦ — τιθασός tamed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθασούς — τιθασός tamed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”